λαμπρος

λαμπρος
    λαμπρός
    3
    1) светлый, сияющий, яркий

(φάος ἠελίοιο Hom.; ἀκτῖνες Pind.; ἡλίου σέλας Soph.; ἀστήρ NT.)

; блестящий, сверкающий

(φάλοι, κόρυθες Hom.)

; светлый, блистающий, яркий

(ὅ χιτών Hom.: ἐσθής NT.)

; светлый, лучезарный
    

(κάλλος Plat.)

    2) чистый, прозрачный
    

(αἰθήρ Eur.; ὕδωρ Aesch.)

    3) чистый, ясный
    

(φωνή Dem.; φώνημα Luc.)

    λαμπρὰ κηρύσσειν Eur. — громогласно возвещать;
    λαμπρὸν ἀνολολύζειν Plut. — громко возопить

    4) ясный, отчетливый, четкий
    

(ἴχνη Xen.)

    5) ясный, явный, бесспорный
    

(νίκη Thuc.; μαρτύρια Aesch.)

    6) славный, знаменитый
    

(ἐν Ἀθήνῃσι, ἐν τοῖσι ιτολέμοισι, ἔργον Her.; βίος Soph.)

    7) пышный, окруженный блеском
    

(λ. καὴ πλούσιος Dem.)

    8) величавый, возвышенный
    

(ἔπη Soph.)

    9) щедрый
    

(ἐν ταῖς λειτουργίαις Isocr.; πρὸς τὰ χρήματα Plut.)

    10) великолепный, горделивый
    

(ἵππος Xen.)

    11) блистательный, цветистый
    

(λέξις Arst.)

    12) сияющий, радостный
    

(ὄμματι Soph.)

    13) полный жизни, цветущий
    

(ὥρα ἡλικίας Thuc.)

    14) сильный, резкий
    

(ἄνεμος Her.)

    15) ожесточенный
    

(μάχη Polyb.)

    16) серьезный, грозный
    

(κίνδυνος Polyb.)

    λ. φανήσεται Eur.(Эврисфей) явится, словно гроза


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Полезное


Смотреть что такое "λαμπρος" в других словарях:

  • Λαμπρός — bright masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπρός — bright masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λάμπρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν …   Dictionary of Greek

  • λαμπρός — ή, ό επίρρ. ά 1. φωτεινός, λαμπερός, ακτινοβόλος: Ο λαμπρός ήλιος. 2. εξαίρετος, διαπρεπής, ένδοξος: Ο γιατρός αυτός είναι λαμπρός επιστήμονας. 3. ωραίος: Λαμπρή φορεσιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λάμπρος, Σπυρίδων — (Κέρκυρα 1851 – Σκόπελος 1919). Ιστορικός, πανεπιστημιακός και πολιτικός. Θεωρείται ο πιο διαπρεπής μεσαιωνολόγος και ιστοριοδίφης της νεότερης Ελλάδας. Γιος του νομισματολόγου Παύλου Λάμπρου (βλ. λ.), ο Λ. έδειξε πολύ πρώιμη κλίση στα γράμματα… …   Dictionary of Greek

  • Λάμπρος, Ιωάννης — (Κέρκυρα 1843 – Αθήνα 1909). Νομισματολόγος, γιος του Παύλου Λάμπρου (βλ. λ.). Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κέρκυρα και στην Αθήνα, παρέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Ευρώπη, όπου επιδόθηκε σε αρχαιολογικές και νομισματολογικές… …   Dictionary of Greek

  • Λάμπρος, Παύλος — (Καλαρρύτες Ηπείρου 1820 – Αθήνα 1887). Νομισματολόγος. Εντελώς αυτοδίδακτος, οργάνωσε πλούσιες νομισματικές συλλογές και δημοσίευσε πολύ αξιόλογες πραγματείες στην ελληνική, στη γαλλική και στη γερμανική γλώσσα, οι κυριότερες από τις οποίες… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντάρας, Λάμπρος — (Αθήνα 1913 – 1985). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Φοίτησε στη σχολή του Λουί Ζουβέ στο Παρίσι, όπου πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση στο Σχολείο γυναικών του Μολιέρου (1937). Έπαιξε επίσης στις ταινίες Ευτυχισμένες μέρες, Ας… …   Dictionary of Greek

  • Πορφύρας, Λάμπρος — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Δημητρίου Συψώμου, Χίος 1879 – Πειραιάς 1932). Έλληνας ποιητής. Μεγάλωσε στον Πειραιά και φοίτησε στη Νομική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών αλλά δεν έφτασε μέχρι το πτυχίο. Για ένα διάστημα συγκινήθηκε από τις ιδέες του …   Dictionary of Greek

  • Αντωνιάδης, Λάμπρος — (αρχές 19ου αι.). Λόγιος που έζησε στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Το 1818 μετέφρασε από τα γαλλικά την Επίτομη χρονολογική της Γενικής Ιστορίας …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»